- κατόχως
- κατόχως (Α)επίρρ. βλ. κάτοχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατόχως — κάτοχος holding down adverbial κάτοχος holding down masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek